- μαινόλας
- μαινόλᾱς , μαινόληςraving: masc acc plμαινόλᾱς , μαινόληςraving: masc nom sg (epic doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
μαινόλας — μαινόλᾱς , μαινόλης raving masc acc pl μαινόλᾱς , μαινόλης raving masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερόλας — ἱερόλας, ὁ (Α) ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το επίθημα τής λ. προήλθε από μετοχή και απαντά στην Αρμενική με τη μορφή of, ofaw (πρβλ. μαινόλης, δωρ. μαινόλᾱς < μαίνομαι)] … Dictionary of Greek
μαινόλης — και μαινόλας, ὁ, θηλ. μαινόλις (Α) 1. τρελός, παράφρων («μαινόλα θυμῷ», Σαπφ.) 2. (για τον οίνο) αυτός που κάνει κάποιον μανιώδη 3. επίκληση τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + επίθημα όλης (πρβλ. αρμ. οl), πρβλ. κοι όλης, φαινόλης] … Dictionary of Greek